ἀγουροκόβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροκόβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροκόβω Βιθυν. Ζάκ. Ἤπ. Ἰων. (Κρήν.) Κεφαλλ. Μῆλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἀγ᾿ρουκόβου Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. κόβω.

Σημασιολογία

1)Κόπτω, δρέπω καρποὺς ἀώρους ἔτι, οὐχὶ ἐντελῶς ὡρίμους ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγουροκόβω τὰ σταφύλιˬα- τὰ κεράσιˬα κττ. Πελοπν. Ἀγ᾿ρουκόβ᾿ν τὰ κιράσιˬα τὰ πιδιˬὰ Αἰτωλ. Ἀγ᾿ρουκόφ᾿καν τὰ σταφύλιˬα κὶ δὲν γί᾿κι καλὸ τοὺ κρασὶ αὐτόθ. Μετοχ. ἀγουροκομμένος, δυσειδὴς ἰων. (Κρήν.) β)Κάμνω ἐγχείρησιν ἀποστήματος πρὸ τοῦ καιροῦ Ἤπ.: Ἀφώρμεψε τὸ πονίδι, γιˬατὶ τ᾿ ἀγουρόκοψαν. 2)Μεταφ. κάμνω τινὰ νὰ διακόψῃ τὴν ἐργασίαν του προώρως Βιθυν. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.):Ἦρτα, θέλει καὶ σ᾿ ἀγουρόκοψα;(ἦλθον, μήπως καὶ σὲ διέκοψα;) Βιθυν. Ἀπάν᾿ π᾿ ἀρχί᾿σα τ᾿ δουλε͜ιά μ᾿, μ᾿ ἀγ᾿ρόκουψαν Αἰτωλ. Ἀγ᾿ρουκόφ᾿κι (διεκόπη τῆς ἐργασίας του) αὐτόθ. β)Διακόπτω τὸν ὕπνον τινὸς Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Μὴν ἀγουροκόβῃς τὸ παιδὶ Λακων. Μ᾿ ἀγουρόκοψες τὸν ὕπνο Μάν. Ἀγουροκόπη τὸ παιδὶ (ἐξύπνησε πρὸ τῆς ὥρας, χωρὶς νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον) αὐτόθ. Εἶμι ἀγ᾿ρουκουμμένους Καλοσκοπ. 3)Θανατώνω πρὸ τῆς ὥρας Ζάκ.: Ὁ ἀφέντης ὁ Θεὸς τὸν ἀγουρόκοψε. 4)Ἀποπατῶ προώρως ἐκ φόβου Στερελλ. (Αἰτωλ.):Θὰ σὲ κάμου νὰ τ᾿ ἀγ᾿ρουκόψ᾿ς! (ἀπειλή). Μ᾿ εἶδι καὶ τ᾿ ἀγ᾿ρόκουψι!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/