ἀγουρομαραγγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρομαραγγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουρομαραγγιˬάζω ἀμάρτ. ἀγουρουμαραγγιˬάζου Μακεδ. (Ζαπάντ. Καταφύγ. Σίτοβ. Κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. μαραγγιˬάζω, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 43 (1931) 186.

Σημασιολογία

Μετβ. μαραίνω τι ἄωρον ἔτι ὂν ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Βρίσκου μιˬὰ μηλεˬὰ ᾿ς τοὺ δρόμου, ποῦ ἠταν φορτουμένη ᾿μῆλα. Ἅπλουσα νὰ πάρου ἕνα. «Μὴν τοὺ παίρῃς, μὴν τ᾿ ἀφίνῃς, μὴν τ᾿ ἀγουρουμαραγγιˬάζῃς» Ζαπάντ. Καὶ ἀμτβ. μαραίνομαι πρὸ τοῦ καιροῦ Μακεδ. (Καταφύγ.) Δὲ μὶ λέτι, σεῖς γειτόνοι, νὰ τοὺ δώσου τοὺ κορίτσι; - Δῶσ᾿ του, δῶσ᾿ του, κιˬ ἂς πααίνῃ, μὴν ἀγουρουμαραγγιˬάσῃ, τ᾿ ἔχει τὴν ἀγάπη μέσα, πῶς ἀνθεῖ, πῶς λοτυλουδίζει καὶ τ᾿ ἀγουρουμαραγγιˬάζεις σὰν τὴν πάχνη τὸ λιβάδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/