ἀγριοκέρασο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοκέρασο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοκέρασο τό, Κρήτ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγροκέρασον Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) ἀγροτέρασο Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κεράσι.

Σημασιολογία

1) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγριοκερασεˬᾶς 1, ὃ ἰδ., Κρήτ. Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) -Λεξ. Περίδ. Βυζ. 2) Τὸ δένδρον ἀγριοκερασεˬὰ 1, ὃ ἰδ. Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/