ἀδερφοδιˬώχτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφοδιˬώχτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδερφοδιˬώχτης ὁ, Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Κυπαρισσ. Μάν.) Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀδελφὸς καὶ διˬώχτης.
Σημασιολογία
1) Ὁ παῖς ὁ ἐπιφέρων θανάτον εἰς τοὺς ἀδελφούς του κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας Ἀθῆν. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. β) Ἡ καταστρεπτικὴ ἐπήρεια ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. Χίος: Ὅταν μιˬὰ μητέρα ἔ’ ἕνα παιδὶ καὶ τὰ κατόπιν ποῦ γεννᾷ δὲν τῆς ζοῦν, τότε τὸ παιδί ἔ’ ἀδερφοδιˬώχτη καὶ τό καίνε ᾿ς τὸ φοῦρνο (τὸ εἰσάγουν εἰς φοῦρνον μὲ μικρὰν θερμότητα Πβ. Θρᾳκ. 1 <1928> 406. Περὶ τῶν τοιούτων δοξασιῶν καὶ μαγγανειῶν ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 2, 1285 κἑξ.) Σηλυβρ. Αὐτὸ τὸ παιδάκι ἔχει ἀδερφοδιˬώχτη Σῦρ. Μώρ’, ἄς τον κιˬ αὐτός ἔχει ἀδερφοδιˬώχτη Κρήτ. Συνών ἥσκιˬος. 2) Ἡ ὑπερκογχικὴ φλέψ ἢ κυανῆ γραμμὴ ἢ μέλαν σημεῖον μεταξὺ τῶν δύο ὀφρύων ἀποτελοῦντα τὸ γνώρισμα τοῦ φέροντος τὸν θάνατον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς παιδὸς Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA