ἀγουρόπιˬοτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρόπιˬοτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγουρόπιˬοτος ἐπίθ. Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. πιˬοτός.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ ἔχων γεῦσιν δριμεῖαν ἢ ὑπόξινον ἕνεκα τῶν μὴ ἐντελῶς ὡρίμων σταφυλῶν: Καλὸ εἶν᾿ αὐτὸ τὸ κρασί, μὰ εἶναι ἀγουρόπιˬοτο. Πβ. ἀγουροφέρνω. Ἀντίθ. γλυκόπιˬοτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/