ἀγουροπρήσκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροπρήσκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουροπρήσκομαι Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) ἀgουροπρήζουμι Θρᾴκ. Λέσβ. Μετοχ. ἀγουροπρησμένος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Μεσσ.) –ΑἘφταλ. Μαζώχτρα 82 ἀγγουροπρησμένος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Χηλ. ἀgουροπρησμένος Πελοπν. (Λακων.) ἀgουροπρησμένους Θρᾴκ. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. πρήσκομαι.
Σημασιολογία
Πρήσκομαι, οἰδῶ εἰς τὸ πρόσωπον ἢ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκ νόσου, ἀυπνίας κττ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνήθως ἡ παθ. μετοχ. 1)Ὁ νοσηρῶς ἐξοιδημένος καὶ ὠχρὸς Θρᾴκ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) 2)Ὁ ἐξοιδήμενος τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξ ἀυπνίας Λέσβ. Χηλ. –ΑἘφταλ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄdι, βρὲ ἀgουροπρησμένι! Λέσβ. Ἀγουροπρησμένα τὰ μάτιˬα του μὲ τὴν ξαγρύπνιˬα ΑἘφταλ. ἔνθ᾿ ἀν. 3)Καθόλου, ὁ παχὺς καὶ ἄνοστος, τρόπον τινὰ πρησμένος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA