ἀγριοκοίταγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκοίταγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκοίταγμα τό, Λεξ. Περίδ. ἀγριουκοίταγμα Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) ἀγριουκοίταμα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀγριοκοιτάζω.
Σημασιολογία
Βλοσυρὸν βλέμμα ἔνθ᾽ ἀν.: Μὄδουκι ἕν᾿ ἀγριουκοίταμα οὑ πατέρας-ου-μ ποῦ ἦταν οὕλου θ᾿κό μ᾽ (θ᾽κό μ᾽=ἰδικόν μου) Αἰτωλ. Μὶ τ᾿ ἀγριου’τάματά σ᾽ δὲ σκιˬάζουμι αὐτόθ. Συνών. ἀγριοκοιταξιˬά, ἀγριοξάνοιγμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA