ἄγαλμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγαλμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄγαλμα τό, πολλαχ. ἄγαρμα Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄγαλμα.
Σημασιολογία
1)Ὁμοίωμα ἀνθρώπου ἐκ μαρμάρου ἢ χαλκοῦ ἢ ἄλλης ὕλης, ἀνδριὰς Ἀθῆν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κυκλ. (Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Σὰν ἄγαλμα ἢ σὰν ἄγαρμα (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀφώνου καὶ ἀκινήτου) πολλαχ. Εἶναι σὰν ἄγαλμα (ἐπὶ γυναικὸς δυσειδοῦς) Καλάβρυτ.|| Μεταφ. καὶ ἐπὶ ὡραίου: Αὐτὴ ἔγινε ἄγαλμα (ἐπὶ γυναικὸς ἐψιμυθιωμένης) Σῦρ. 2)Ὁ μὴ ἔχων χάριν, θέλγητρα Κέρκ. κ.ἀ.: Δὲ ντρέπεσαι, μωρὲ ἄγαρμα! Κέρκ. Πβ. ξόανο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA