ἀδερφοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀδερφοπούλλα ἡ, ἀδελφοπούλλα Σῦρ. ἀδερφοπούλλα ἐνιαχ. ἀδιρφουπούλλα Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) ἀδερφοπούα Νάξ. (Φιλότ.) Οὐδ. ἀδελφόπον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀδερφὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πουλλα -πουλλο, περὶ ἧς ῖδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 636 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ ἀδελφὴ ἢ ἀδελφὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄμα γίνεσαι ἐλαφόπον καὶ ταράεσαι ᾿ς σ᾽ ὑλέεν κι ἀλλ’ ἀδελφόπον ’κ’ ἔχω (ἀλλὰ γίνεσαι ἐλαφάκι καὶ ἀνακατώνεσαι μέσα εἰς τὸ δάσος καὶ δὲν ἔχω πλέον ἀλλο ἀδελφάκι. ᾿Εκ παραμυθ.) Σάντ. || Αἴνιγμ. Ἔχω τέσσερ’ ἀδελφόπα, τρέχ’νε τρέχ’νε καὶ τ᾿ ἕναν τ’ ἄλλο ᾽κ᾿ ἐφτἀν’νε (ἔχω τέσσαρα ἀδελφάκια, τὰ ὁποῖα τρέχουν τρέχουν καὶ τὸ ἓν δὲν ἠμπορεῖ νὰ φθάσῃ τὸ ἄλλο. Ἡ ἀνέμη) Τραπ. Πβ. ἀδερφάκι. 2) Ἡ ἀδελφὴ ἢ ὁ ἀδελφός, θωπευτικῶς Μακεδ. (Κοζ.) Νάξ. Πόντ. (Σάντ.): ᾌσμ. Ἔχιτι γε͜ιά, ἀδιρφάκια μου κ’ ἴσεῖς ἀδιρφουποῦλλις, θὰ φύγου νὰ ξινιτιφτοῦ νἀ πάου μακριˬὰ ’ς τὰ ξένα Κοζ. Ἄν δίγω σε τ᾿ ἀδέλφ μου, ἄλλ’ ἀδελφόπα ’κ’ ἔχω Σάντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA