ἀδερφὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδερφὸς ὁ, ἀδελφὸς λόγ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀdελφὸς Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν.) ἀδελφὸ Πόντ. (Ὄφ.) ἀdελφὸ Καππ. (Φερτ. Ἀραβάν.) ἀελφὸς Καππ. (Μισθ.) Μεγίστ. ἀδεφλὸς Πόντ. ἀδεφὸς Καππ. (Φάρασ.) ἀδεφὸ Καππ. ἀδερφός κοιν. ἀδιρφὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀδιιφὸς Σαμοθρ. ἀδιφὸς Θρᾴκ. (Καλλίπ.) ἀδρεφὸς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Κεφαλλ. Μύκ. Μῆλ. Νάξ. Πάρ. Τῆν. κ.ἀ. ἀdερφὸ Ἀπουλ. ἀdερφοὺ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀδριφὸς Θεσσ. (Ζαγορ.) Λέσβ. Προπ. (Πάνορμ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀdρεφὸ Ἀπουλ. ἀερφὸς Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Σύμ. Χίος (Πυργ.) ἀγερφὸς Κύπρ. ἀλεφρὸς Καππ. (Σίλ.) ἀδαρφὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρφὸς Κύπρ. Χίος (Πυργ.) ’δελφὸς Κύθν. ’δερφὸς Κῶς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Θηλ. ἀδέρφη Χίος (Λιθ.) Πληθ. ἀδερφῆδες Κρήτ. ἀελφῆες Καππ. (Ἀξ.) ἀδερφάες Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀδελφὸς καὶ μεσν. ἀδερφός. Πβ. ΙG 3, 2, 3531 «Εὐγένιος ὧ | δε κῖμε, ἀδερ ǀ φοί».
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς καὶ τῆς αὐτῆς μητρὸς γεννηθεὶς ἢ ἐξ ἑνὸς μόνου τούτων μετ᾽ ἄλλου, ἀδελφὸς ἐξ ἄλλου πατρὸς ἢ ἐξ ἄλλης μητρὸς κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Μισθ. Σίλ. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔχω τρεῖς ἀδελφοὺς καὶ μιˬὰ ἀδελφή. Ὁ ἀδερφός μου ἐργάζεται ᾿ς τὸ ὑπουργεῖο. Ἡ ἀδερφή μου παντρεύτηκε μὲ τὸν δεῖνα κοιν. Τ᾿ ἄλλο τὴν ἡμέραν θὰ ἔρται ἀδελφό μ᾿ Τραπ. ᾿Εσηκώστην ὁ ἀρφός της ποῦ ἦταν χωσμένος μέσα ᾿ς τὸ μαειρκὸν Κύπρ. Σηκώθη τὸ μέγα ἀδεφὸς Καππ. (Φάρασ.) Νὰ φέρουμεν ταὶ τὴν ἀρφήν μας Κύπρ. ‖ Παροιμ. Ἀνάθεμα ποῦ πίστευγε ’ς τῶν ἀδελφῶν τή μάχη! (ἡ τῶν ἀδελφῶν ἔχθρα εἷναι ἀπατηλὴ οὐδὲ διαρκεῖ πολὺν χρόνον) Θήρ. Ἡ πρώτη ἀδελφή παντρεύει καὶ τοὶς ἄλλες (ἂν ἡ πρώτη ἀδελφὴ νυμφευθεῖσα φανῇ ἀγαθὴ σύζυγος, ἡ διαγωγὴ αὐτῆς εἶναι καλὴ σύστασις διὰ τὰς ἄλλας, αἱ ὁποῖαι οὕτω εὐκόλως ὑπανδρεύονται) Πελοπν. Μιὰ ἀδερφὴ παντρεύει ἑφτὰ καὶ μιˬὰ ξαδέρφη δεκαφτὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Καλάβρυτ) Χάρου, μάννα, τὀν υἱγιˬό σου, | κιˬ ἀδερφή, τὀν ἀδερφό σου πρίχου νά ᾽ρθ’ ἡ μουρμουρίστρα | τοῦ στρωμάτου ἡ τσουτσουρίστρα (μετὰ τὸν γάμον τοῦ υἱοῦ ἢ ἀδελφοῦ οὗτος ὑπόκειται πλέον ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῆς συζύγου του μουρμουρίστρα καὶ τσουτσουρίστρα ἐπὶ μεμψιμοίρου γυναικὸς) Κρήτ. || ᾌσμ. Κιˬ ἂν εἶν᾿ ὁ πρῶτος μ’ ἀδρεφός, ἂς σύρῃ νά ᾿ρτῃ ’πάνου Σωζόπ. Τρεῖς ἀδερφῆδες ἤμεσταν κ’ οἱ τρεῖς ἀδικοπῆγαν Κρήτ. Ἡ μάννα του τ’ ἡ μάννα μου βρεθῆκαν ἀδερφάες Κύπρ. 2) Μέλος ἀδελφότητος θρησκευτικής ἢ φιλανθρωπικῆς Σῦρ. κ.ἀ.: Δὲν εἶμαι πεˬὰ ἀδερφός τοῦ ἅι-᾿ Σιδώρου (τῆς ἀδελφότητος ὑπὸ τὴν ἐπωνυμίαν ἅγιος Ἰσίδωρος) Σῦρ. β) Οἰ συγκυριαρχικῶς κατέχοντες ναόν τινα Παξ.: Δὲν εἶναι αὐτοὶ μοναχὰ ἀδερφοὶ ᾽ς τὸν Ταξιάρχη, εἶναι κ’ οἱ δεῖνα κ’ οἱ δεῖνα. γ) Μοναχὸς ἀνήκων εἰς μονήν τινα, ὅρ. τοῦ μοναχικοῦ βίου σύνηθ.: Εἶμαι ἀδελφὸς τῆς μονῆς δεῖνα. δ) Θηλ. ἀδελφή, μοναχὴ ἀνήκουσα εἰς μονὴν πολλαχ. ε) Θηλ., νοσοκόμος σύνηθ. 3) Κλάδος δίδυμος συμφυόμενος μετ᾽ ἄλλου κλάδου ἐκ τοῦ αὐτοῦ μέρους τοῦ κορμοῦ, παραφυάς, ἐπὶ δημητριακῶν Κύθν. Μῆλ. Νάξ. Παξ. Χίος κ.ἀ.: Μὲ δυˬὸ ἀδερφοὶ εἶναι τὸ ᾽έννημα τώρᾳ Νάξ. Ἄν πετάξῃ τὸ κριθάρι μου πολλοὶ ἀδρεφοί, θά ’χω πολὺ καρπὸ ἐφέτο Μῆλ. Πβ. ἀδέρφι 1 δ. 4) Ὁ ὁμοιάζων, ὅμοιος πρός τι Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Δὲν εἶχι ἀδιρφὸ ’ς τὴ δ’λε͜ιὰ οὑ σ’χουριμένους Αἰτωλ. 5) Στενὸς φίλος, οἰκεῖος σύνηθ.: Μὴν πειράζῃς τὸν δεῖνα, γιˬατὶ τὀν ἔχω ἀδερφὸ σύνηθ. || Παροιμ. Ἀδελφέ μου καὶ μὴ καλύτερέ μου (ἐπὶ φιλαύτου). Ἡ κλητ. ἐν προσφωνήσεσιν ἀντιστοιχεῖ τοῖς ἀρχ. «ὦ ᾿γαθέ», «ὦ τᾶν»: Ὤχ, ἀδερφέ, δὲ μ’ ἀφίνεις ἥσυχο! Τί λές, ἀδερφέ! Βρὲ ἀδελφέ, ἔλα ’ς τὰ καλά σου! κοιν. Συνών. ἀδέρφι 3. 6) Πληθ. οἱ ἀδερφοί μας, κατ᾿ εὐφημισμ. τὰ δαιμόνια, τὰ ἐξωτικὰ Lowson Modern Greek Folklore 70 Πβ. καλοί, καλορρίζικοι, χαρούμενοι (ἰδ. καλός, καλορρίζικος, χαίρω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA