ἀγουρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουρώνω ἀμάρτ. ἀγγουρώνω Βιθυν. ἀgουρώνω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος.
Σημασιολογία
1)Παροξύνω, ἐρεθίζω, κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ Θήρ.: Μὴ μοῦ ἀgουρώνῃς τὸ παιδί. Πβ. ἀγουρεύω 1. Συνών. ἀγγρίζω 1. 2)Διατείνω τοὺς ὀφθαλμούς, ἐντείνω τοὺς βολβοὺς Βιθυν.: Ἀγγούρωσε τὰ μάτιˬα του καὶ τὰ ᾿καμε σὰν καυκιˬά. Συνών. γουρλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA