ἀδερφότη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφότη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδερφότη ἡ, ἀδελφότης λόγ. σύνηθ. ἀδελφότε Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀδελφότ Πόντ. (Χαλδ.) ἀδερφότη Σίφν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀδελφότης.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατάστασις καὶ σχέσις τῶν ἀδελφῶν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ντόισον ἔν’ καὶ τ᾿ ἐσὸν ἡ ἀδελφότε καὶ ξάι ’κ’ γαπᾷς με; (τίνος εἴδους εἶναι καὶ ἡ ἰδική σου ἀδελφότης καὶ διόλου δὲν μὲ ἀγαπᾷς; Τὸ ᾽κ᾿ γαπᾷς ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀγαπᾷς) Τραπ. Συνών. ἀδερφοσύνη 1. 2) Ἡ μεταξὺ φίλων ἀδελφικὴ ἀγάπη καὶ σχέσις Πόντ. Συνών. ἀδερφοσύνη 3. 3) Θρησκευτικὸν ἢ φιλανθρωπικὸν σωματεῖον σύνηθ. Συνών. ἀδερφᾶτο 1, ἀδερφοσύνη 5. 4) Συνεταιρισμός, συντροφία Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/