-άγρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-άγρα
Τύπος
Παράγωγο
Μέρος του λόγου
Κατάληξη
Τυπολογία
-άγρα κατάλ. παραγωγικὴ σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἡ κατάλ. αὕτη ὡρμήθη ἐκ τῶν εἰς –άγρα συνθέτων καὶ μάλιστα ἐκ τοῦ ποδάγρα, χειράγρα, τὰ ὁποῖα δηλοῦν νόσημα. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 4,4 καὶ 9 καὶ ΓΧατζιδ. Γεν. Γλωσσ. 305 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 23 (1911) 160.
Σημασιολογία
Δηλοῖ καθόλου πάθος, κακότητα, ἐλάττωμα, οἷον ἀγαθὸς- ἀγαθάγρα, ἄμελος- ἀμελάγρα, ἀνάμελος- ἀναμελάγρα, ανάφαγος- ἀναφαγάγρα, ἀφορμῆ- ἀφορμάγρα, ζαβὸς- ζαβάγρα, κουφὸς- κουφάγρα, λίμα- λιμάγρα, νύστα-νυστάγρα, σκοτεινὸς- σκοτεινάγρα, στραβὸς- στραβάγρα, τυφλὸς- τυφλάγρα κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA