ἀδερφούδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφούδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδερφούδα ἡ, ἀμάρτ. ἀδιρφούδα Μακεδ. (Σέρρ. Χαλκ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀδερφός.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ ἀδελφή. 2) Ἡ ἀδελφή, θωπευτικῶς. Συνών. ἀδερφῖνα, ἀδερφίτσα, ἀδερφούλλα (ἰδ. ἀδερφούλλης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/