ἀγριοκρόμμυδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοκρόμμυδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοκρόμμυδο τό, Ζάκ. Κρήτ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγριοκρέμμυδο Πελοπν. ἀγροκρόμυδον Πόντ. (Τραπ.) ἀγριοκρεμμύδι ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κρομμύδι.

Σημασιολογία

1) ᾿Αγριοκρομμύδα, ὃ ἰδ. 2) Ἄγρια εἴδη τοῦ γένους τοῦ κρομμύου (allium) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae) α) Κρόμμυον τὸ ροδῶδες (allium roseum). Συνών. σκορδάκι. β) Κρόμμυον τὸ Νεαπολιτανικὸν (allium Neapolitanicum). Συνών. ἀγριόπρασο, ἀγριόσκορδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/