ἀγραμμάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγραμμάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγραμμάτιστος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) Σῦρ. – Λεξ. Περίδ. ἀγραμμάτ᾿στους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γραμματιστὸς< γραμματίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γινώσκων γράμματα, ἀγράμματος, ἀπαίδευτος ἔνθ᾿ ἀν.: Τιδὲν ᾿κ᾿ ἐξέρ᾿, ἀγραμμάτιστος ἔν᾿ (τίποτε δὲν ἠξεύρει, εἶναι ἀγράμματος) Τραπ. Συνών. ἀγραμμάτευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/