ἀγράμματος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγράμματος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγράμματος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγράμματε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγράμματος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ γινώσκων γράμματα, ἀπαίδευτος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄφησε τὰ παιδιˬά του ἀγράμματα κοιν. Ἀγράμματα ἐπομεινὰνε τὰ γαρδέλλ μουνα Ὄφ. || Φρ. Τὴν ἔπαθα σὰν ἀγράμματος (ἐπὶ παθήματος προελθόντος ἐκ στοιχειώδους ἀδεξιότητος ἢ ἀσυνεσίας. Ἡ μεταφορὰ ἴσως ἐκ τῶν ἐγγράφων συμφωνιῶν, καθ᾿ ἃς οὐχὶ σπανίως πονηροί τινες ἠπάτων τοὺς ἀγραμμάτους) λογ. κοιν. || Γνωμ. Ἄνθρωπος ἀγράμματος ξύλον ἀπελέκητον λόγ. κοιν. Ἄνθρωπο ἀγράμματε κᾶι ἀπελέκατε Τσακων. (ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,279) Πλούσιος ἀγράμαμτος, πρόβατο χρυσόμαλλο Πελοπν. (Λάστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA