ἀδερφωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδερφωτὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδερφώνω.
Σημασιολογία
Κλάδος ἢ στέλεχος συμπεφυμένος πρὸς ἄλλον κλάδον ἢ στέλεχος: Ἀδερφωτὸ δέντρο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA