ἄδηλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄδηλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄδηλος ἐπίθ. λογ. σύνηθ. καὶ δήμῶδ. Κῶς Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.) ἄδηλος Στερελλ. (Γαρδίκ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄδηλος.

Σημασιολογία

1) Ἀσαφής, ἀβέβαιος λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Κῶς: Ἄδηλον ἀκόμα τ᾿ ἀμπελιˬοῦ τὸ εἰσόδημα Κῶς || Φρ. Ἄδηλα καὶ κρύφια (ἐπὶ πραγμάτων ἀγνώστων καὶ μυστηριωδῶν. Ἡ φρ. ἐκ τῆς Π.Δ. Ψαλμ. 50, 8) λόγ. σύνηθ. β) Ἀνέπαφος, ἄθικτος (θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς τὸν μὴ παρατηρηθέντα, τὸν λησμονηθέντα που) Στερελλ. (Γαρδίκ.): ᾎσμ. Κὶ πάρτι κὶ παλα͜ιὸ κρασὶ ἀπ᾿ ἄδηλου βαρέλλι 2) Μάταιος Πόντ. (Ἀμισ.): Ἀοῦτο ὁ κόσμον ντό ἄδηλον ἔν’! (αὐτὸς ὁ κόσμος τὶ μάταιος εἴναι!) 3) Τὸ οὐδ. οὐσ., ἡ ἐπὶ τῆς ἴριδος τοῦ ὀφθαλμοῦ σχηματιζομένη λευκὴ κηλίς, νόσημα τοῦ ὀφθαλμοῦ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.): Τὸ μάτι μ’ ἔ’ ἄδηλο Ὄφ. Τὰ μάτ ᾿τ᾿ ἔχουνε ἄδηλο καὶ οὐ λέπ’ νὰ πορπατῇ αὐτόθ. Πβ. ἀδηλάχλαδο, *ἀδηλομάχαιρο, *ἀδηλοψόφι, ἀσπράδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/