ἀδηλοψόφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδηλοψόφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδηλοψόφι τό, ἀδηλοψόφ’ Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀδηλόψοφος.
Σημασιολογία
Βότανον ἢ φάρμακον ἐπιφέρον τὴν ἴασιν τοῦ ἀδήλου, ὃ ἰδ ἐν λ. ἄδηλος, ἔνθ’ ἀν. Ἐπῳδ.: Ἔσανε ἑκατὸν δύο ἀδηλοψόφ’, ἑκατὸν δύο ἀδηλομάαιρο, ἔλαφο ἐπέρασε ἀσ᾿ σ᾿ Ἀντήλ᾿ τὸ ποτάμ᾽ ἀσπρύτερο, ἀσ’ σὸ Δεδέκ’ τὸ πεγάδ’ καθαρώτερα. Ἐγὼ οὐτ’ εἶπα ’το, Ἐξάιτος εἶπεν ἀτο (᾿Εξάιτος=Χριστὸς) Ὄφ. Πβ. ἀδηλάχλαδο, *ἀδηλομάχαιρο, ἄδηλος 3, ἀσπράδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA