ἀγριολαλὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολαλὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριολαλὲς ὁ, Χίος ἀγριολαλᾶς Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λαλές.

Σημασιολογία

’Αγριολούλουδα 1) Ἀγριοπαπαρούνα, ὃ ἰδ., μάλιστα δὲ ἀνεμώνη ἡ στεφανωματικὴ (anemone coronaria). 2) Στερνβεργία ἡ ξανθὴ (Sternbergia lutea) τῆς τάξεως τῶν ἀμαρυλλιδωδῶν (amaryllidaceae), πιθανῶς τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης (Ματθ. Εὐαγγ. 6,28) «κρίνον τοῦ ἀγροῦ» ΠΓεννάδ. 914. Συνών. ἀγριόκρινος Β1, λαλές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/