ἀδημονῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδημονῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδημονῶ Θήρ. Κορσ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ. Χίος κ.ἀ. ἀημονῶ Χίος ἀδημονάω Ζάκ. Κεφαλλ. Μέσ. ἀδημονε͜ιέμαι Βιθυν. (Κατιρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀδημονῶ.

Σημασιολογία

1) Θλίβομαι, στενοχωροῦμαι ὑπερβολικῶς Βιθυν. (Κατιρ.) Θήρ. Κορσ. Κρήτ. Κύπρ. Μεγίστ.: Μὴν ἀδημονᾷς δά! Θήρ. Ἀδημόνησεν τ’ ἐκρέμ-μισεν Κύπρ. Μὴ τὸνε κάνῃς ἔτσι τὸν κύρι σου, γιˬατὶ ἀδημονε͜ιέται Κατιρ. Ἔνι ἀδημονημένος ταὶ φωνάζει Κύπρ. β) Ἀγανακτώ Κεφαλλ. Κρήτ. Χίος: Μὲ κάνει κιˬ ἀδημονάω Κεφαλλ. Μ᾿ ἔκαμε κιˬ ἀδημόνησα αὐτόθ. 2) Καταρῶμαι Κρήτ. Χίος: Ἀδημόνησεν ἀπάνω τοῦ παιδιˬοῦ του Κρήτ. Πβ. ἀγαναχτῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/