ἀγριολάφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολάφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριολάφι τό, ἀμάρτ. ἀγρέλαφον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λάφι.

Σημασιολογία

᾽Αγρία ἔλαφος: ᾎσμ. Κιˬ οὑντὰν τσουροῦτ’ ἡ θάλασσα καὶ κλώκεται λιβάδ, καὶ κατηβαίν’ τ᾿ ἀγρέλαφον καὶ βόκεται λιβάδ, ἕναν ἐλάφ’ ἀγρέλαφον κιˬ ἀγρελαφούλλας μάννα οὐδὲ βοκήν πα βόκεται οὐδὲ νόσον ἄρ᾿ παίρει (καὶ ὅταν στερέψῃ ἡ θάλασσα καὶ μεταβληθῇ εἰς λιβάδια κτλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/