ἀγριολάχανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολάχανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριολάχανο τό, πολλαχ. ἀγριουλάχανου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγρολάχανον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγριολάχανον.

Σημασιολογία

1) Ἰδία τάξις δημώδης φυτῶν (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 <1918/20> 75), ἤτοι τὰ ἀγριολαχανικὰ καὶ χόρτα τοῦ βουνοῦ, πᾶν ἄγριον ἐδώδιμον χόρτον, τὰ ἄγρια λάχανα τοῦ Διοσκορ. (2,142) ἢ τὰ λαχανώδη τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. φυτ 1,3,4) πολλαχ. Συνών. λαχανικά. 2) Εἰδικώτερον τὰ ἑξῆς ἀγριολαχανικὰ α) Κράμβη ἡ Κρητικὴ (brassica Cretica) τοῦ γένους τῆς κράμβης (brassica) τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae), ἡ τῶν ἀρχ. ἀγρία κράμβη ἢ ἀγρία ράφανος Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) –ΠΓενναδ. 547. Συνών. μωρολάχανο. β) Κράμβη ἡ Τουρνεφόρτειος (brassica Turnefortii) ἀγν. τόπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/