ἀγριολίβανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολίβανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριολίβανο τό, ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λιβάνι.

Σημασιολογία

Τὸ ἀγριόχορτον ἄζυγος ἡ χαμαίπιτυς (ajuga chamaepitys) τοῦ γένους τῆς ἀζύγου (ajuga) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (lampiateae) εὔοσμον ΘΧελδράιχ 68. Πβ. ἀγριολίβανος. Συνών. δωδεκάνθι, λιβανόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/