ἀθεόκριτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθεόκριτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθεόκριτος ἐπίθ. Θράκ. Προπ (Κύζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. θεόκριτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φοβούμενος τὴν θείαν κρίσιν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αθεόφοβος καὶ ἀθεόκριτος! Θρᾴκ. ᾿Αθεόκριτη! αὐτόθ. Συνών. ἀθεότρομος, ἀθεόφοβος, ἀντίθ. θεόφοβος, θεοφοβούμενος. Πβ. ἀθεοτρομασμένος, ἀθεότρομος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/