ἀδιˬαβόλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬαβόλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬαβόλευτος ἐπίθ. ἀδιˬαβόλιφτους Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *διˬαβολευτὸς<διˬαβολεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποπτεύων τι. Ἀντίθ. διˬαβολεμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA