ἀδιάβροχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιάβροχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιάβροχος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀδιάβρεχο τό, Παξ. ᾿διˬάβρεχο Κέρκ. Παξ. Σῦρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδιάβροχος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διαβρεχόμενος λόγ. Συνήθ.: Παπούτσιˬα ἀπὸ δέρμα ἀδιάβροχο σύνηθ. Λινὸ ἀδιάβροχο Πελοπν. (Πάτρ.) 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., μανδύας ἐξ ἀδιαβρόχου ὑφάσματος ἔνθ’ ἀν.: Φορῶ τὸ ἀδιάβροχό μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/