ἀγριολούπινας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολούπινας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριολούπινας ὁ, ἀμάρτ. ἀγριολούbινας Κρήτ. ἀγριολούπινο τό, Πελοπν. (Λακων.) -ΠΓεννάδ. 419 ἀγριολούbινο Κρήτ. ἀγριολούβινο Κρήτ. ἀγριολούπουνο Ζάκ. ἀγριολουποῦνο Λεξ. Βερ. 147 ἀγρολούπινο Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀγριολούπινος.

Σημασιολογία

1) Φυτὰ τῆς οἰκογενείας τῶν ὀσπρίων τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae) α) Τοῦ γένους τοῦ θέρμου (lupinus) καὶ ἰδίως θέρμος ὁ στενόφυλλος (lupines angustifolius), ὁ τῶν ἀρχ. ἄγριος θέρμος (Διοσκορ. 2,133) Λεξ. Βερ. 147. Συνών. ἀγριόθερμος, ἀγριολουπιεˬά. β) Θέρμος ὁ δασὺς (lupines hirsutus) Ζάκ. γ) Ἡ ἀγριοκουκκεˬὰ 1γ, ὃ ἰδ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) 2) Ὁ τῶν ἀνωτέρω φυτῶν καρπὸς ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/