ἀδιάκριτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιάκριτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιάκριτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀδιάκριτε Τσακων. ἀδιˬακριτος Κίμωλ. Κρήτ. Σύμ. Σῦρ. ἀδιˬάκριτους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀδιˬάκρ᾿τος Μύκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδιακριτος=ἀνάμεικτος, ἀκατανόητος, ἀναποφάσιστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων διάκρισιν, ἀναιδής, ἀναίσχυντος ἔνθ’ ἀν.: Ἄνθρωπος πολὺ ἀδιάκριτος. Μωρέ, τὸν ἀδιάκριτο, ἀδιακρισία ποῦ τὴν ἔχει! σύνηθ. || Γνωμ. Ἡ πεῖνα καὶ τὸν εὐγενῆ ἀδιάκριτο τὸν κάνει Αἴγιν. Δίνεις τὸν ἀδιάκριτο ψωμὶ καὶ γυρεύκει καὶ ἅλας νὰ τὸ φάῃ Ρόδ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Σουΐδ. «ἀδιάκριτος•... λαμβάνεται καὶ ἐπὶ τῶν μὴ γινωσκόντων τὰ δέοντα ἢ ἀφρόνως φλυαρούντων» καὶ Ἡσύχ. «ἀδιάκριτον• μὴ ἔχοντα διάκρισιν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/