ἀθερῖνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθερῖνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀθερῖνος ὁ, Ἴος Νάξ. Πάρ. Πελοπν (Λακων.) Σίφν. Σῦρ κ.ἀ. ἀθερινὸς Ἄνδρ. Ἰκαρ. Ἰων. (Κρήν.) Μεγίστ. Νάξ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἀθερ’νὸς ᾿Αμοργ. Θήρ. ἀτθερ’νὸς ’Αμοργ. ἀθιρ’νὸς Σάμ. ἀθ’ρινὸς ᾿Αθῆν. Αἴγιν. Μεγάρ. Πάρ. Σάμ. ἀτ-τερινὸς Χίος (Καρδάμ.) ἐθερινὸς Νάξ. Πάρ. Σύμ. ἐθερ’νὸς Θήρ. Κρήτ. Σέριφ. ᾽θερινὸς ᾿Αμοργ. Ἴος Κεφαλλ. Κέως Πάρ. Πελοπν. (Μονεμβ.) Σῦρ. ᾿ερινὸς Κῶς ἀλαθρινὸς Αἴγιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίος

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀθερῖνος.

Σημασιολογία

Ι) Ὁ ἰχθὺς ἀθερίνα 1͵ ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ τράτ-τα ἐμάζεψε οὕλο ᾽ερινὸ Κῶς Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. Μεγίστ. Σίφν. ΙΙ) Δίκτυον πρὸς ἄγραν ἀθερίνης ἢ μικρῶν ἰχθύων Μεγίστ. Σύμ.: Ἐπῆρε τὸν ἀθερινὸ γιˬὰ νὰ πά' νὰ μαέψῃ δούλωμα Σύμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀθερινεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/