ἀθέριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθέριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθέριστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. ἀθέριστους Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀθέρ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσέριε Τσακων. ἀθέριγος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Χαλδ.) ἀθέρ’γος Θρᾴκ. ἀθέρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀθέριος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀθέρετος Πόντ. ἀθέρ’τος Δαρδανέλλ. (᾿Οφρύν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀθέριστος. Τὸ ἀθέρετος κατὰ τὰ παραγόμενα ἐκ τῶν περισπωμένων ρημάτων.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ θερισθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Κάμπος ἀθέριστος. Σιτάρι-χωράφι ἀθέριστο κοιν. ᾽Αθέρι᾽ πλαγιˬὰ Αἰτωλ. Χωράφ ἀθέριγα Κερασ. Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Θερισμένο κιˬ ἀθέριστο τ᾿ ἀφήκανε (ἐπὶ σίτου κακῶς θερισθέντος) Βιθυν. (Κατιρ.) || Αἴνιγμ. Ἄσπαρτον κιˬ ἀθέριγον, χρυσὸν κοκκωναρόπον (ἅλας) Κερασ. || ᾎσμ. Πουλεῖ χουράφιˬα ἀθέριστα, χουράφιˬα θιρισμένα Αἶν. Ἔχει χωράφιˬα ἀθέριστα, θέλουν νὰ θεριστοῦνε Καππ. Συνών. ἄθερος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/