ἀδιˬάντροπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάντροπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδιˬάντροπα ἐπίρρ. Ἀθῆν. κ.ἀ. –ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 60 –Λεξ. Περίδ. ἀδιˬάdροπα Νάξ. (Φιλότ.) ἀδιˬάντρουπα Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδιˬάντροπος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Ἀναιδῶς, ἀσυστόλως ἔνθ’ ἀν.: Τὸ κορίτσι μιλεῖ ἀδιˬάdροπα Φιλότ. Φέρθ’κι ἀδιˬάντρουπα ’ς τοὐν πατέρα τ᾿ Αἰτωλ. Κουτός! Γιˬατί μοῦ γύρισες ἀδιˬάντροπα τοὶς πλάτες σὰν νὰ μὴν ἔστικα ’ς τὸ πλευρό σου! ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/