ἀγριομαρούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομαρούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριομαρούλι τό, Πελοπν. (Λακων.) -Λεξ. Βερ. 149 ἀγριουμαρού’ Λῆμν. ἀγριομάρουλο Ἰων. (Κρήν.) Κεφαλλ. Λέρ. Πάρ. Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) -Λεξ. Κομ. ἀγριουμάρουλου Θεσσ. ἀγριγιˬουμάρουλου Λῆμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μαρούλι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Διάφορα ἀγριόχορτα τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) 1) Τοῦ γένους τοῦ θρίδακος (lactuca) τῆς ἀγρίας θρίδακος τοῦ Διοσκορ. (2,165) α) Θρίδαξ ὁ λίγυνος (lactuca viminae) Θεσσ. Πάρ. Συνών. μαρούλι. β) Θρίδαξ σκαριόλα (lactuca scariola) Λῆμν. 2) Τοῦ γένους τοῦ ταραξάκου (taraxacum) α) Ταράξακον τὸ Χαουσκνέχτειον (taraxacum Haussknechtii). β) Ταράξακον τὸ φαρμακευτικὸν (taraxacum officinale) Λέρ. Πελοπν. (Λακων.) Οἰν. κ.ἀ. Συνών. μαρουλεˬά, πικραλίδα, πικραφάκη. 3) Τοῦ γένους τοῦ λεοντόδοντος (leontodon) λεοντόδους ὁ ταραξακόφυλλος (leontodon taraxacifolius) ἐνιαχ. 4) Τοῦ γένους τῆς κρηπῖδος (crepis) κρηπὶς ἡ ὠτιδιόφυλλος (crepis auriculaefolia) ἐνιαχ. Συνών. μαρουλίτσα, πικραλίδα. 5) ᾿Αγριόχορτον τῆς τάξεως τῶν μολυβδαινωδῶν (plumbaginaceae) μολύβδαινα ἡ Εὐρωπαϊκὴ (plumpago Europaea), βότανον ἰδίως κτηνιατρικὸν κατὰ λειχήνων Κεφαλλ. Συνών. λειχηνόχορτο, λεπιδόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA