ἀδιˬάντροπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάντροπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬάντροπος ἐπίθ. Ἀμοργ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Πόντ Τῆν. κ.ἀ. ἀδιˬάdροπος Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. Πάρ. Σύμ. Σῦρ κ.ἀ. ἀδιˬάντρουπους Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀδιˬάdρουπους Σάμ. Λέσβ. ἀγιˬάντροπος Κάρπ. ᾿γιˬάντραπους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀδιάντροπος.

Σημασιολογία

1) Ἀναιδής, ἀναίσχυντος ἔνθ’ ἀν.: Ἀδιˬάdρουπα λόγιˬα-καμώματα Λέσβ. Ἀδιˬάντρουπα πιδιˬὰ εἶνι αὐτὰ Αἰτωλ. Πῆρι νιˬὰ ’ναῖκα ἀδιˬάντρουπη αὐτόθ. || Παροιμ. Τ᾿ ἀδιˬάντροπου τὸ πρόσωπο ζευγάρι βόδιˬα ἀξίζει (τοῦ ἀναιδοῦς ἡ ἀναισθησία εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ τὴν τοῦ κτήνους) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 286, 21. Συνών ἀνέντροπος, ἀποδιˬάντροπος, ξεδιˬάντροπος. 2) Μεταφ. ἐπὶ φυτῶν, ὁ ὀργῶν πρὸς αὔξησιν, ὁ φυλλομανῶν, ἀλλ’ ὀλίγον ἀποδίδων καρπὸν Ἀθῆν. Πάρ Τῆν.: Ἀδιˬάdροπο δένδρο-φυτὸ Πάρ. Πβ. ἀρχ. «ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικὰ» παρὰ Θεοφρ. Φυτ. αἰτ. 3, 15, 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/