ἀγριόμηλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόμηλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριόμηλο τό, Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγρόμηλον Πόντ. (Κοτύωρ. Νικόπ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγρόμηλο Ἤπ. Πόντ. (Ὄφ.) ἀgρόμηλο Καλαβρ. ἀgρόμουλου Καλαβρ. ἀρgόμηλο Μεγίστ. ἀρκόμηλον Κύπρ. ἀγρόμπηλον Πόντ. (Κρώμν. Σάντ.) ἀγρόμαλε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μῆλο.

Σημασιολογία

1) Ὁ καρπὸς τῆς ἀγριομηλεˬᾶς 3, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ δένδρον ἀγριομηλεˬὰ Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Νικόπ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/