ἀγριομματιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριομματιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγριομματιˬάζω Θρᾴκ. (Μυριόφ. Σαρεκκλ.) κ.ἀ. ἀγριγιουμματιˬάζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀγρουμματιˬάζου Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριομματιˬά. Διὰ τὴν σύνθεσιν πβ. τὸ μεσν. ἀγριομματίζω ἐν Λαογρ. 1 (1909) 565, διὰ δὲ τὸ α΄ συνθετ. τῶν τύπ. ἀγριγιουμματιˬάζου καὶ ἀγρουμματιˬάζου πβ. ἄγριγιˬος καὶ ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.

Σημασιολογία

Βλέπω τινὰ μὲ ἄγριον βλέμμα, προσβλέπω τινὰ βλοσυρῶς ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ἀγριομμάτιˬαξε καὶ τρόμαξα Σαρεκκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/