ἀγαπημένα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαπημένα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀγαπημένα ἐπίρρ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) ἀγαπεμένα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀγαπημένος μετοχ. τοῦ ρ. ἀγαπῶ.

Σημασιολογία

Ἐν ἀγάπῃ καὶ ὁμονοίᾳ, εἰρηνικῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Τ᾿ ἀδέρφιˬα αὐτὰ ζοῦν ἀγαπημένα. Τ᾿ ἀντρόγυνο περνᾷ πολὺ ἀγαπημένα. Θὰ κάνωμε τὴ μοιρασιˬὰ ἀγαπημένα σύνηθ. Τὰ παιδία ἐκάθουνταν ἀγαπεμένα Χαλδ. Καλατεύ᾿νε καὶ πάγ᾿νε ᾿ς σὴ στράταν ἀτουν ἀγαπεμένα (ὁμιλοῦν καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν δρόμον των ἀγ.) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/