ἀδιήγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιήγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιήγητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀδήγητος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κύπρ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδιήγητος.
Σημασιολογία
Ἀνεκδιήγητος, ἀπερίγραπτος, ἀνέκφραστος ἕνθ’ ἀν.: Τὰ πάθηα μου εἶναι ἀδήγητα Ἀρκαδ. Εἶναι ἀδήγητα, ὅσα ἔπαθα αὐτόθ. Τὰ κακά μου ἕν’ ἀδήγητα Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA