ἀδίκα͜ιωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδίκα͜ιωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδίκα͜ιωτος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δικαιωτὸς<δικαιώνω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ποῦ δὲν πῆρε τὸ δίκα͜ιο του, ὁ ἀποθανὼν χωρὶς νὰ ἐκδικηθῇ τὸν φόνον συγγενοῦς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἄν ἀποθάνῃ καὶ κἀνείς, ἀσκότωτον τὸν λέγουν, ἀσκότωτον, ἀμάτωτον, ἀδίκα͜ιωτον τὸν κλαίγουν Λακων. Πβ. ἀγδίκα͜ιωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/