ἄθητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄθητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄθητος ἐπίθ. ἄτθητος Σύμ. ἄτ-τητος Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄθος παρὰ τὸ θέμ. τοῦ πληθ. ἄθητα.
Σημασιολογία
Ἄφαντος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων: Ἄτθητος ἐγίνετον ἀὸ μπρός μου (ἀὸ=ἀπό). ᾽Επῆρεν ἐκεῖνο δρόμον κ᾽ ἔγινεν ἄτ-τητος (συνών. φρ. ἔγινε καπνὸς-στάχτη). || Φρ. Ἄτ-τητος δά! (γενοῦ ἄφαντος, φύγε δρομαίως! ᾿Εν τῇ παιδιᾷ κρυπτίνδα ὁ μέλλων νὰ κρυβῇ παῖς ἐρωτώμενος ἂν εἶναι ἄτθητος ἢ ἀμάραντος ἀναφωνεῖ κατὰ βούλησιν τὴν ἑτέραν τῶν δύο τούτων λέξεων καὶ τύπτων τὴν λεγομένην μάνναν ἀπέρχεται ταχέως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA