ἄδικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄδικο τό, ἄδικον λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ.(Χαλδ. κ.ἀ.) ἄδικο κοιν. καὶ Πόντ. ἄδ’κου βόρ. ἰδιώμ. ἄdεκο Ἀπουλ. ἄικο Κάρπ. Μεγίστ. Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδικος.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀδικία κοιν. Ἀπουλ. Πόντ (Χαλδ. κ.ἀ.): Εἶδε ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο καὶ ,τὸ ἐτιμώρησε. Ἔκαμε μεγάλο ἄδικο νὰ τοὺς πάρῃ τὸ χτῆμα κοιν. || Παροιμ. φρ. Τὸ ἄδικον οὐκ εὐλογεῖται (ἐκκλησιαστικὸν ρητόν. Ἡ ἀδικία δὲν εὐδοκιμεῖ, ὁ ἀδικήσας θὰ δώσῃ δίκην τῶν πράξεών του) πολλαχ. Τ’ ἄδ’κου γιννᾷ θάνατονυ (εἰς τὸν ἀδικήσαντα ἐπικρέμαται ὄλεθρος. Πβ. Σέξτ. 208 β <Elter 1,15>: «ἀδικία ψυχῆς θάνατος») Λέσβ. Ὁ Θεὸν τ᾿ ἄδικον ᾿κὶ θέλ’ (δὲν θέλει) Χαλδ. || Γνωμ. Οὕλα τ᾿ ἄδ’κα ἔδιˬου πλιρώνουdι (εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν πληρώνονται) Λέσβ. 2) Τὸ νὰ ἀδικηθῇ τις καὶ νὰ πάθῃ διὰ συκοφαντίαν καὶ διαβολὴν κοιν.: Ὁ Θεὸς νὰ σὲ φυλάῃ ἀπὸ τ’ ἄδικο Πελοπν. Θέ, καὶ βγάνε με ἀπ’ ἄδικο! (φύλαττέ με ἀπὸ τὰ κακὰ τῆς συκοφαντίας). || Γνωμ. Περισσότερα τ’ ἄδικα παρὰ τὰ δίκαια (σύνηθες εἷναι ν᾿ ἀδικηθῇ τις καὶ πάθη διὰ διαβολὴν) Ἤπ. 3) Βλάβη, κακὸν Ἀπουλ. Κρήτ. Κῶς Μεγίστ. κ.ἀ.: Βάλε σκουπὸ νὰ μὴν ἔχῃ ἄdεκο (πρόσεξε νὰ μὴ πάθῃ βλάβην, κακὸν) Ἀπουλ. || Φρ. Ἄδικον νὰ σοῦ ’ρτῃ! (ἀρὰ) Κῶς ᾽Αδικο νὰ σοῦ λάχῃ! Κρήτ. Ἄικο νὰ σ’ εὕρῃ! Μεγίστ. 4) Πᾶν ὅ,τι ἀντίκειται πρὸς τὸ δίκαιον, πρὸς τὸ ὀρθὸν ἢ πρὸς τὸ ἀληθὲς κοιν.: Ἔχεις ἄδικο! Ἔχεις ἄδικο νὰ λές νὰ κάνῃς-νὰ πιστεύῃς τέτο͜ια πράματα. Ὅλος ὁ κόσμος τοῦ δίνει ἄδικο (πάντες πιστεύουν ὅτι τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ πραχθὲν ἢ λεχθὲν ἀντίκειται πρὸς τὸ δίκαιον, πρὸς τὸ ὀρθὸν ἢ πρὸς τὸ ἀληθές). Θά ’βρῃς ἄδικο (θὰ κριθῇ ὅτι εὑρίσκεσαι ἐν ἀδίκῳ) κοιν. Τοῦ ἔρριξα ἄδικο (ἔκρινα ὅτι εὑρίσκεται ἐν ἀδίκῳ) Κεφαλλ. Ὅσα κουσούρια ἔχει, δὲν τοῦ βγάλλω ἄδικο (δὲν τοῦ ἀποδίδω ἄδικον) Σίφν. Ἀντίθ. δίκα͜ιο. Πβ. ἀδίκημα, ἀδικία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA