ἀδικοκριτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοκριτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀδικοκριτὴς ὁ, Νάξ. (Βόθρ.) Πελοπν. (Λακεδ.) ἀδικοκρίτης Πόντ. (Οἰν.) ἀδικουκρίτης Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδικος καὶ τοῦ οὐσ. κριτής. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀδικοκρίτης καὶ ἐν Ἐρωφίλ. πρᾶξ. Α στ. 626 (ἔκδ. ΣΞανδουδ.) «περίσσια ἀδικοκρίτη νὰ σὲ λέσι».

Σημασιολογία

Ὁ ἀδίκως κρίνων ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀδικοκριτὴς Βόθρ. || ᾎσμ. Παρασκευὴ τοὺς γέροντας, | Σάββατο τοὺς παππάδες τοὺς ἀδικοκριτᾶδες (ἐνν. παίρνει ὁ Χάρως) Λακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/