ἀγριοπαπαρούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπαπαρούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριοπαπαρούνα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. παπαρούνα.
Σημασιολογία
Διάφορα ἀγριολούλουδα ἰδίως ἐρυθρὰ 1) Τοῦ γένους τῆς ἀνεμώνης (anemone) τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae) αἱ κοιναὶ ἄγριες παπαροῦνες, ἤτοι ἀνεμώνη ἡ ἀλσόφιλος (anemone nemorosa), ἀνεμώνη ἡ ἐπίχαρις (anemone blanda), ἀνεμώνη ἡ ταώνιος (anemone pavonina), ἀνεμώνη ἡ κηπαία (anemone hortensis), ἰδίως δὲ ἀνεμώνη ἡ στεφανωματικὴ (anemone coronaria) πολλαχ. Συνών. ἀγριολαλὲς 1. 2) Τοῦ γένους τοῦ μήκωνος (papaver) τῆς τάξεως τῶν μηκωνωδῶν (papaveraceae), ἤτοι μήκων ἡ μηριγγοφόρος (papaver setigerum) Ἤπ. κ.ἀ. 3) Ἄδωνις ὁ θερινὸς (Adonis aestivalis) τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae) Ζάκ. -ΘΧελδράιχ 4. Πβ. ἀγκιναρόχορτο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA