ἀγριοπαπίρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπαπίρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόπαπιˬα ἡ, πολλαχ. ἀγριουπάπιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀgριγιˬόπαπιˬα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πάπιˬα.
Σημασιολογία
Ὄνομα περιληπτικὸν ἀγρίων νησσῶν καὶ χηνῶν, ἤτοι ἡ νῆσσα ἡ βοσκὰς (anas boschas) καὶ αἱ ἐκτοπίζουσαι (anas Penelope), πιθανῶς ὁ τοῦ Ἀριστοτ. (Ζῴων ἱστορ. 8, 3, 15) πηνέλοψ καὶ αἱ βοσκάδες (anas creca anas καὶ querquedula) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγέρμανος, ἀγριόνησσα, ἀγριοπαπίρα, ἀγριοπάπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA