ἀδικομάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικομάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικομάζω Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. μάζω, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,119.
Σημασιολογία
Δι᾿ ἀδικιῶν συγκομίζω, μαζεύω πλούτη: Αὐτὸς ποῦ ἀδικόμασε θὰ πληρώσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA