ἀγριοπετεινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοπετεινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοπετεινὸς ὁ, πολλαχ. ἀgριγιοπετεινὸς Κρήτ. ἀγριουπιτ’νὸς Λέσβ. ἀγριοπέτεινος Λεξ. Κομ. ἀγριόπιτ’νους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀγροπέτ’νους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀγρόπετ’νους Θρᾴκ. (Σουφλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πετεινός. Πβ. τὸ παρὰ Δουκ. ἀγριοπέτεινον.
Σημασιολογία
Ι) Τὸ πτηνὸν ἔποψ (upopa epops) ἔνθ’ ἄν. Συνών. ἀγριοκόκορας, ἀγριοκόκοττος, ἀγριοπάπουζας, γιαλοπετεινός, κουκλοπετεινός, ξυλοπετεινός, πετεινάρι, τσαλαπετεινός. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγριοπετεινοὶ τοπων. Κάρπ. β) Τὸ πτηνὸν φασιανὸς Θρᾴκ. ΙΙ) Τὸ ἀγριολούλουδον ξιφίον τὸ ἀρουραῖον (gladiolus segetum) τῆς τάξεως τῶν ἰριδωδῶν (iridaceae), τὸ ἀρχ. ξιφίον μὲ φύλλα «στιχηδὸν ἀπ’ ἀλλήλων διεστῶτα» (Διοσκορ. 4, 20) Λέσβ. Συνών. ἀγριοκόκορας 2, ἀγριοφοινίπι, σπαθόχορτο, φοινίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA