ἀδικομάζωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικομάζωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδικομάζωτος ἐπίθ. Κέρκ. κ.ἀ. ἀδικομάζωχτος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδικομαζώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ δι᾿ ἀδικιῶν συγκομισθείς, συλλεγεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἀδικομάζωτα πλούτη Κέρκ. || Παροιμ. Ἀδικομάζωχτο φλουρὶ ποῦ δὲν τ’ ὁρίζ’ ὁ νόμος, ποτέ του δὲν τὸ χαίρεται δεύτερος κληρονόμος Κεφαλλ Πβ. ἀνεμομάζωτος. 2) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δυσκόλως συμμαζεύεται, ὁ ζῶν βίον ἀλήτου Κέρκ.; Παιδὶ ἀδικομάζωτο (τὸ ὁποῖον γυρίζει εἰς τοὺς δρόμους χωρὶς τὴν ἄδειαν τῶν γονέων του).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA