ἀδικοπαντρεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοπαντρεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοπαντρεύομαι ἀμάρτ. ἀδικοπαdρεύομαι Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. παντρεύομαι, δι’ ὃ ἰδ. παντρεύω.
Σημασιολογία
Κακοῦ γάμου τυγχάνω, δὲν εὐτυχῶ κατὰ τὴν ὑπανδρείαν Πβ. ἀδικοπερνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA
Voir le fichier PDF