ἀδικοπηγαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοπηγαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδικοπηγαίνω Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. πηγαίνω.

Σημασιολογία

Ἀποθνῄσκω μὲ ἄδικον θάνατον: ᾎσμ. Τρεῖς ἀδερφῆδες ἤμεσταν κ᾿ οἱ τρεῖς ἄδικοπῆγαν, ἡ μιˬὰν ἐπῆγ’ ἀπὸ φωθιˬὰ κ’ ἡ -- ἄλλη ἀπὸ πηγάιδι κ’ ἐγὼ τὸ κακορρίζικο ᾽ς τοῦ Διγενῆ τὰ χέριˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/